- ἐπιπταίρω
- ἐπι - πταίρω, aor. ἐπέπταρε: sneeze at; τινὶ ἐπέεσσιν (at one's words, a lucky omen; πᾶσι, means that the omen applied to all she had said), Od. 17.545†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιπταίρω — ἐπιπταίρω (Α) [πταίρω] 1. φταρνίζομαι ενώ λέγεται ή γίνεται κάτι, με το φτάρνισμα δείχνω επιδοκιμασία, υποδηλώνω ευτυχή έκβαση («ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾱσιν ἔπεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) είμαι ευμενής … Dictionary of Greek
ἐπέπταρον — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd pl ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπταρε — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέπταρεν — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)